- γυναικοφοβία
- ηφόβος για τις γυναίκες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικοφοβία — η (ιατρ.), παθολογική φοβία των αντρών να συνάψουν ερωτικές σχέσεις με γυναίκες: Δεν έχει ερωτευτεί ποτέ, γιατί πάσχει από γυναικοφοβία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
Λόιντ, Χάρολντ — (Harold Lloyd, Μπέρτσαρντ 1893/4 – Λος Άντζελες 1971). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Σαν Ντιέγκο και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1913. Στο διάστημα από το… … Dictionary of Greek